- τρικινητήριος
- -α, -ο, Νο εφοδιασμένος με τρεις κινητήρες («τρικινητήριο αεροπλάνο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κινητήριος (< κινητήρας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρικινητήριος — α, ο 1. αυτός που έχει τρεις κινητήρες, τρεις μηχανές. 2. το ουδ. ως ουσ., τρικινητήριο αεροπλάνο με τρεις κινητήρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)